ξεθύμασμα — το, ατος 1. εξάτμιση. 2. ξέσπασμα, ανακούφιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκπνευση — η (AM ἔκπνευσις) 1. εκπνοή 2. ξεφούσκωμα, ξεθύμασμα … Dictionary of Greek
διαφυγή — η (AM διαφυγή) γλυτωμός νεοελλ. (για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων) μσν. καταφυγή*, καταφύγιο … Dictionary of Greek
εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… … Dictionary of Greek
εξάτμιση — η 1. η μετατροπή υγρού σε ατμό ή άλλο αέριο χωρίς βρασμό, εξαέρωση, ατμοποίηση, ξεθύμασμα. 2. η διαφυγή ατμού ή αερίου από κλειστό δοχείο ή από κινητήρα. 3. το μέρος απ όπου γίνεται αυτή η διαφυγή: Στράβωσε η εξάτμιση του αυτοκινήτου. 4. μτφ., η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκάκιωμα — το, ατος αποβολή του θυμού, ξεθύμασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)