ξεθύμασμα

ξεθύμασμα
το [ξεθυμαίνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθυμαίνω, εξάτμιση, εξαέρωση, ξέσπασμα, ξεθύμωμα, εξασθένηση, καταπράυνση
2. στον πληθ. τα ξεθυμάσματα
ιατρ. δερματικά εξανθήματα τού προσώπου που εμφανίζονται συνήθως στα νεαρά άτομα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεθύμασμα — το, ατος 1. εξάτμιση. 2. ξέσπασμα, ανακούφιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκπνευση — η (AM ἔκπνευσις) 1. εκπνοή 2. ξεφούσκωμα, ξεθύμασμα …   Dictionary of Greek

  • διαφυγή — η (AM διαφυγή) γλυτωμός νεοελλ. (για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων) μσν. καταφυγή*, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… …   Dictionary of Greek

  • εξάτμιση — η 1. η μετατροπή υγρού σε ατμό ή άλλο αέριο χωρίς βρασμό, εξαέρωση, ατμοποίηση, ξεθύμασμα. 2. η διαφυγή ατμού ή αερίου από κλειστό δοχείο ή από κινητήρα. 3. το μέρος απ όπου γίνεται αυτή η διαφυγή: Στράβωσε η εξάτμιση του αυτοκινήτου. 4. μτφ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκάκιωμα — το, ατος αποβολή του θυμού, ξεθύμασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”